σκορπίοι

σκορπίοι
σκορπίος
scorpion
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — σκορπιόομαι pres subj mp 2nd sg σκορπιόομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • SCORPIO — I. SCORPIO 1. Regum c. 12. v. 11. in his Roboami verbis, Pater meus castigavit vos scuticis, et ego vos castigabo scorpionibus, flagri genus est scuticâ gravius. Hebraei virgan spineam, aut flageilum spinis aculcatum intelligunt, vide supra in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • αραχνοειδής — (AM ἀραχνοειδής, ές) Ι. όμοιος με ιστό αράχνης νεοελλ. 1. «αραχνοειδής χιτώνας» ο αμφιβληστροειδής του ματιού 2. «αραχνοειδής μήνιγξ» το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”